Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

του τηλεφώνου

См. также в других словарях:

  • Μπελ, Αλεξάντερ Γκράχαμ — (Alexander Graham Bell, Εδιμβούργο 1847 – Μπάντεκ, Νέα Σκοτία 1922). Αμερικανός επιστήμονας. Είναι γνωστός κυρίως για τις τελειοποιήσεις που επέφερε στο τηλέφωνο, η εφεύρεση του οποίου του είχε αποδοθεί για μια ορισμένη περίοδο. Στον Μ. πράγματι …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… …   Dictionary of Greek

  • ντεσιμπέλ — Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται σε διάφορες περιοχές της φυσικής αλλά ορίζεται με παρόμοιο τρόπο. Στην ηλεκτρονική και τις τηλεπικοινωνίες με το ν. μετράμε την ισχύ ενός δίθυρου (είσοδος έξοδος) δικτυώματος. Στην περίπτωση αυτή η απολαβή… …   Dictionary of Greek

  • μετατροπέας — Όρος που υποδηλώνει, είτε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας, είτε μια μηχανή προορισμένη να μεταβάλλει τη συχνότητα ενός εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Στον πρώτο τύπο ανήκουν οι… …   Dictionary of Greek

  • αγγελιαφόρος — Αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελίες ή διαγγέλματα. Οποιοδήποτε άτομο που, είτε περιστασιακά είτε επαγγελματικά, έχει εξουσιοδοτηθεί να διαβιβάσει προφορικά ή γραπτά εντολές, παραγγελίες, μηνύματα ή σχέδια. Η χρησιμοποίηση α. ήταν σε παλαιότερες… …   Dictionary of Greek

  • εφευρέτης — ο, θηλ. εφευρέτις και εφευρέτρια (ΑΜ ἐφευρέτης, ὁ, θηλ. ἐφευρέτρια, Μ και φευρετής) νεοελλ. αυτός που κάνει μια εφεύρεση μσν. αρχ. αυτός που επινοεί, αυτός που μηχανεύεται (α. «εφευρέτης τού τηλεφώνου» β. ἐφευρετὰς κακῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κερματοδέκτης — ο θήκη ή υποδοχή κοινόχρηστης τηλεφωνικής συσκευής κατάλληλη για να δέχεται τα αναγκαία για την πραγματοποίηση τού τηλεφωνήματος κέρματα («γέμισε ο κερματοδέκτης τού τηλεφώνου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, τος + δέκτης] …   Dictionary of Greek

  • τηλεφωνικός — ή, ό, Ν τηλεπ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλέφωνο ή στην τηλεφωνία (α. «τηλεφωνικό δίκτυο» β. «τηλεφωνικό κέντρο» γ. «τηλεφωνική συσκευή») 2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο («τηλεφωνική συνομιλία»). επίρρ... τηλεφωνικώς και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»