-
1 номер
1. (порядковое число) о αριθμός- бортовой мор. - κατασκευαστικός - του ναυπηγείουзаводской - του εργοστασίου (αριθμός της σειράς στην κατασκευή του μηχανήματος)« - телефона не отвечает» « - του τηλεφώνου δεν απαντάει»2. (размер) о αριθμόςτομέγεθος3. (сольный) ο/η μονωδός,η μονωδία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номер
-
2 телефонный
телефонн||ыйприл τοῦ τηλεφώνου, τηλεφωνικός:\телефонныйая станция ὁ τηλεφωνικός σταθμός· \телефонныйая тру́бка τό ἀκουστικό τηλεφώνου· \телефонныйая бу́дка ἡ καμπίνα той τηλεφώνου, ὁ τηλεφωνικός θάλαμος· \телефонныйая книга ὁ τηλεφωνικός κατάλογος. -
3 будка
будка ж о θαλαμίσκος, η καμπίνα· телефонная \будка η καμπίνα του τηλεφώνου· суфлёрская \будка το υποβολείο* * *жο θαλαμίσκος, η καμπίναтелефо́нная бу́дка — η καμπίνα του τηλεφώνου
суфлёрская бу́дка — το υποβολείο
-
4 набрать
набрать 1) μαζεύω, συγκεντρώνω 2) полигр. στοιχειοθετώ ◇ \набрать номер (телефона) παίρνω (или σχηματίζω) τον αριθμό ( του τηλεφώνου)* * *1) μαζεύω, συγκεντρώνω2) полигр. στοιχειοθετώ••набра́ть но́мер (телефо́на) — παίρνω ( или σχηματίζω) τον αριθμό (του τηλεφώνου)
-
5 телефонный
επ.τηλεφωνικός•телефонный аппарат το τηλέφωνο•
-ая трубка το ακουστικό τηλεφώνου•
-ые провода τηλεφωνικά καλώδια•
телефонный звонок το κουδούνι του τηλεφώνου.
εκφρ.- ая книга (книжка) – τηλεφωνικός κατάλογος. -
6 трубка
1. (маленькая труба, труба небольшого сечения) о σωλήνας, το σωληνάριοвакуумная - κενού, η λυχνία κενού- Вентури - Βεντούρι, η χοάνη λήψης του ταχύμετρου- взрыва (геол.) το διάστημα (από αέρια)2. (телефонная) το ακουστικό (του τηλεφώνου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трубка
-
7 неравномерность
η ανομοιομορφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неравномерность
-
8 номероуказатель
(тлф.) η οθόνη του τηλεφώνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > номероуказатель
-
9 звонок
звонокм в разн. знач. τό κουδούνι, ὁ κώδων:электрический \звонок τό ἡλεκτρικό κουδούνι· телефонный \звонок τό κουδούνισμα, τό κουδούνι τοῦ τηλεφώνου· раздался \звонок χτύπησε τό κουδούνι· давать \звонок χτυπώ τό κουδούνι. -
10 забыть
-буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -оρ.σ,1. λησμονώ, ξεχνώ•забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•
-дем прошлое λήθη στο παρελθόν•
вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.
2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.εκφρ.забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•что я -был? (там – κ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.4. λησμονώ, ξεχνώ. -
11 набрать
-беру, -бершь, παρλθ. χρ. набрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. набранный, βρ: -ран, -а, κ. -набратьа-оρ.σ.μ.1. (ποσοτικά κ. βαθμιαία) συνάζω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω περισυλλέγω•набрать корзину грибов μαζεύω ένα καλάθι μανιτάρια.
2. παίρνω, γεμίζω εφοδιάζομαι•набрать воды παίρνω νερό.
|| δέχομαι•набрать заказов παίρνω παραγγελίες.
3. προσλαμβάνω•набрать рабочих προσλαμβάνω εργάτες.
|| στρατολογώ επιστρατεύω συγκροτώ μισθώνω•набрать армию συγκροτώ στρατό•
труппу συγκροτώ (μισθώνω) θίασο•
набрать отряд συγκροτώ τμήμα.
4. συνθέτω, συναρμολογώ, κατασκευάζω. || παίρνω, επιλέγω•набрать номер телефона παίρνω τον αριθμό του τηλεφώνου.
|| επαυξαίνω•набрать скорость αυξαίνω (παίρνω) ταχύτητα, επιταχύνω.
(τυπγρ.) στοιχειοθετώ.1. συνάζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. μτφ. παίρνω, αντλώ, βρίσκω κάνω•набрать сил παίρνω δύναμη•
набрать смелость παίρνω θάρρος•
набрать терпение κάνω υπομονή.
3. αποκτώ, λαβαίνω, δέχομαι•набрать тифу παίρνω τύφο (αρρωσταίνω από τύφο).
|| δοκιμάζω, υποφέρω.4. εξευρίσκω•где мне деньги набрать που να τα βρώ (ή να πάρω) χρήματα.
5. μεθώ, κουτσοπίνω.εκφρ.набрать духу – εμψυχώνομαι, εμψυχώνω τον εαυτό μου•набрать ума (разума) – λογικεύομαι, ορθοφρονώ βάζω γνώση, μυαλό. -
12 сообщение
1. (известие) η ανακοίνωσηη είδησηη κοινοποίηση2. (текст, донесение) η πληροφορία 3. (транспортное обслуживание) η συγκοινωνίαвоздушное - εναέρια -, αεροπορική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сообщение
-
13 трансформатор
тех. о μετασχηματιστήςο μετατροπέας- повышает{}понижает{} напряжение ανεβάζει/κατεβάζει την τάσηмасляный - ελαίου/λαδιούтелефонный - ακουστικού/τηλεφώνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трансформатор
-
14 по
попредлог Α. с дат. п.1. (при указании места действия \по на поверхности, по поверхности) πάνω σέ, ἐπί / κατά μήκος (вдоль чего-л.):книги разбросаны по всему́ столу́ τά βιβλία εἶναι σκορπισμένα πάνω σ' ὀλο τό τραπέζι· ударить кулаком по́ столу κτυπώ μέ τή γροθιά ἐπάνω στό τραπέζι· гла́дить по голове χαϊδεύω τό κεφάλι· лететь по иебу πετώ στον οὐρανό·2. (при указании места \по где-л., в пределах чего-л.) σέ, είς, ἀνά:гулять по городу κάνω βόλτα στήν πόλη· по всему́ свету σέ ὀλον τόν κόσμο, ἀνά τήν ὑφήλιον по горим по полям στά βουνά καί στά λειβάδια·3. (при обозначении области, сферы чего-л. при указании на признак) σέ:он врач по профессии εἶναι ἱατρός στό ἐπάγγελμα· по росту он меньше всех στό μπόϊ εἶναι πιό κοντός ἀπ· ὀλους· лу́чший по качеству καλλίτερος σέ ποιότητα· урок по физике τό μάθημα φυσικής· соревнование по плаванию οἱ ἀγώνες κολυμβήσεως, οἱ κολυμβητικοί ἀγώνες'4. (согласно, в соответствии) κατά, συμφὠνως, σύμφωνα, ὀπως; по общему мнению κατά τήν γνώμη ὀλων· по выбору κατ' ἐκλογήν по жела́иию κατά βούλησιν по закону κατά τόν νόμον по заслу́гам ὅπως τοῦ ἀξίζεν по последней моде σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδά поезда ходят по расписанию τά τραίνα κυκλοφορούν σύμφωνα μέ τό δρομολόγιο· по своей воле οίκειοθελῶς, αὐτοβούλως·5. (на основании чего-л., из чего-л.) ἀπό, ἐκ:по внешнему виду ἐξ ὀψεως· по опыту ἀπό πείρα, ἐκ πείρας·6. (при указании причины\по вследствие чего-л., из-за чего-л.) ἐξ αίτίας, λόγω:по болезни λογω ἀσθενείας· по твоей вине ἐξ αἰτίας σου· по ошибке κατά λαθος· по неосторожности ἐξ ἀμελείας, ἀπροσεξίας· отпуск по беременности ἀδεια λόγω ἐγγυμοσύνης· по слу́чаю чего́-л. ἐπί τή εὐκαιρία·7. (при указании родства, близости):родственник по отцу́ συγγενής ἐκ πατρός, συγγενής ἀπό πατέρα· товарищ по университету συμφοιτητής ἀπό τό πανεπιστήμιον грек по происхождению Έλληνας τήν καταγωγή ν8. (посредством чего-л.) μέ, διά, διά μέσου:по почте ταχυδρομικώς, μέ τό ταχυδρομείό объявить по радио ἀνακοινώνω ἀπό τό ραδιόφωνο· ехать по железной дороге πηγαίνω σιδηροδρομικώς, ταξιδεύω μέ τόν σιδηρόδρομο· по телефону ἀπό τηλεφώνου, τηλεφωνικώς· по телеграфу διά τηλεγράφον, τηλεγρα-φικῶς· по воздуху ἀεροπορικώς· идти́ по ветру (о судне) πηγαίνω μέ ὁὔριο ἄνεμο· по дороге (в пути) καθ' ὀδόν, οταν πηγαίναμε, στον δρόμο·9. (при обозначении времени, в которое регулярно происходит что-л., чаще не переводится):по вечерам τά βράδυα· по ночам τίς νύχτες· по праздникам τίς γιορτές· Б. с вин. п. (при указании предела в пространстве и во времени\по вплоть до) μέχρι[ς], Ιως, ὠς; по по́яс ὡς τήν μέση· по 5-е сентября μέχρι τίς πέντε Σεπτεμβρίου· по сей день μέχρι σήμερα, ὡς τώρα· В. с дат. и вин. п. (в разделительном значении) ἀνά:по́ два ἀνά δύο, δυό δυό· по одному́ ἀνά ίνας, ἔνας ἐνας· по кускам κατά τεμάχια, μέ τό κομμάτί по десять рублей штука δέκα ρούβλια τό κομμάτι· по пять рублей ἀπό πέντε ρούβλια· Г. с предл. п. (при обозначении времени \по после) μετά:по возвращении μετά τήν ἐπιστροφήν по окончании μετά τήν λήξιν, μετά τό πέρας· ◊ по временам ἀπό καιρό σέ καιρό· скучать по до́му νοσταλγώ τό σπίτι μου· τοῦκέ по родине ἡ νοσταλγία· по тебе видно, что... ἀπό σένα φαίνεται δτι...· по мне разг κατά τήν γνώμην μου, κατ' ἐμέ· по меньшей мере τουλάχιστον по ту сторону ἀπ' τήν ἀλλη μεριά, ἐκείθεν, πέρα ἀπό· по правую (левую) руку ἀπ' τό δεξί (ἀπό τό ἀριστερό) χέρι· мне это не по душе αὐτό δέν μοῦ ἀρέσει.
См. также в других словарях:
Μπελ, Αλεξάντερ Γκράχαμ — (Alexander Graham Bell, Εδιμβούργο 1847 – Μπάντεκ, Νέα Σκοτία 1922). Αμερικανός επιστήμονας. Είναι γνωστός κυρίως για τις τελειοποιήσεις που επέφερε στο τηλέφωνο, η εφεύρεση του οποίου του είχε αποδοθεί για μια ορισμένη περίοδο. Στον Μ. πράγματι … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
ντεσιμπέλ — Μονάδα μέτρησης που χρησιμοποιείται σε διάφορες περιοχές της φυσικής αλλά ορίζεται με παρόμοιο τρόπο. Στην ηλεκτρονική και τις τηλεπικοινωνίες με το ν. μετράμε την ισχύ ενός δίθυρου (είσοδος έξοδος) δικτυώματος. Στην περίπτωση αυτή η απολαβή… … Dictionary of Greek
μετατροπέας — Όρος που υποδηλώνει, είτε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας, είτε μια μηχανή προορισμένη να μεταβάλλει τη συχνότητα ενός εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος. Στον πρώτο τύπο ανήκουν οι… … Dictionary of Greek
αγγελιαφόρος — Αυτός που φέρνει ειδήσεις, αγγελίες ή διαγγέλματα. Οποιοδήποτε άτομο που, είτε περιστασιακά είτε επαγγελματικά, έχει εξουσιοδοτηθεί να διαβιβάσει προφορικά ή γραπτά εντολές, παραγγελίες, μηνύματα ή σχέδια. Η χρησιμοποίηση α. ήταν σε παλαιότερες… … Dictionary of Greek
εφευρέτης — ο, θηλ. εφευρέτις και εφευρέτρια (ΑΜ ἐφευρέτης, ὁ, θηλ. ἐφευρέτρια, Μ και φευρετής) νεοελλ. αυτός που κάνει μια εφεύρεση μσν. αρχ. αυτός που επινοεί, αυτός που μηχανεύεται (α. «εφευρέτης τού τηλεφώνου» β. ἐφευρετὰς κακῶν», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
κερματοδέκτης — ο θήκη ή υποδοχή κοινόχρηστης τηλεφωνικής συσκευής κατάλληλη για να δέχεται τα αναγκαία για την πραγματοποίηση τού τηλεφωνήματος κέρματα («γέμισε ο κερματοδέκτης τού τηλεφώνου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρμα, τος + δέκτης] … Dictionary of Greek
τηλεφωνικός — ή, ό, Ν τηλεπ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλέφωνο ή στην τηλεφωνία (α. «τηλεφωνικό δίκτυο» β. «τηλεφωνικό κέντρο» γ. «τηλεφωνική συσκευή») 2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο («τηλεφωνική συνομιλία»). επίρρ... τηλεφωνικώς και… … Dictionary of Greek